Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΕΝΟΤΗΤΑ 3η

The Economist
Εμείς (και) οι Ξένοι

Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, είναι απολύτως φυσιολογικό να είναι κάποιος ξένος στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Κανείς δεν θα δώσει ιδιαίτερη σημασία αν είσαι Γάλλος στο Βερολίνο, Κογκολέζος στο Λονδίνο, Ρώσος στο Παρίσι, ή Κινέζος στη Νέα Υόρκη. Για τους περισσότερους φιλοσόφους, η επιθυμία τόσο πολλών ανθρώπων να ζήσουν μακριά από την πατρίδα τους είναι ακατάληπτη. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ζώο, πρέπει να ανήκει κάπου. Ο Πρώσος φιλόσοφος Χέρντερ έθεσε τα θεμέλια του εθνικισμού βασισμένος στην παραπάνω αρχή. «Κάθε έθνος εμπεριέχει τη βάση της ευδαιμονίας του στον ίδιο του τον εαυτό», είχε γράψει. Ακόμη και ο εμβληματικός φιλελεύθερος φιλόσοφος Ιζάια Μπερλίν είχε ενστερνιστεί την ελκυστική αυτή θέση: «Ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να ζει σε μια κοινωνία όπου δεν χρειάζεται να ανησυχεί για την εμφάνισή του στους άλλους, ούτε να υπόκειται στην κακοπιστία τους», έγραψε προς το τέλος της ζωής του, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να δικαιολογήσει την υποστήριξή του στον Σιωνισμό. Πάντως, αν και οι φιλόσοφοι αναφέρονται συχνά στο αγαθό της κοινότητας, αυτό δεν τους εμποδίζει να ταξιδεύουν και να μεταναστεύουν μακριά από τις πατρίδες τους. Ο Καντ έζησε όλη του τη ζωή στο εξωτερικό, ενώ ο Καρτέσιος μετοίκησε στη Σουηδία, όπου και πέθανε από το κρύο.
Πράγματι όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν πιο άνετα στην πατρίδα τους. Τι γίνεται όμως με εκείνους που θεωρούν την πατρίδα τους καταπιεστική και την ξενιτιά απελευθερωτική; Η επιλογή της μετανάστευσης για αυτούς είναι από μια άποψη πιο εύκολη στην εποχή μας και ταυτόχρονα πιο δύσκολη. Πιο εύκολη γιατί η παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης και των αγορών διαλύει σιγά σιγά τα σύνορα των κρατών. Πιο δύσκολη γιατί στο παγκόσμιο χωριό του 21ου αιώνα έχουν μείνει ελάχιστα μέρη, όπου μπορεί να καταφύγει κανείς και να νιώθει πραγματικά ξένος.
Λέγεται εδώ και πολλά χρόνια ότι στην Αμερική κανείς δεν είναι ξένος, αφού υπό μία έννοια όλοι είναι ξένοι. Η ίδια παράδοξη κατάσταση επικρατεί και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες, όπου έχει συγκεντρωθεί όλη η γραφειοκρατία της Ε. Ε. Στην ίδια πόλη όμως, η εχθρότητα μεταξύ Βαλλόνων και Φλαμανδών τους καθιστά ξένους μεταξύ τους στην ίδια τους την πατρίδα.
Για να νιώσουμε επομένως πραγματικά ξένοι, θα πρέπει να πάμε στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, ή σε ορισμένες χώρες της Ασίας. Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη πέρυσι στη Νότιο Κορέα, το 42% των ερωτηθέντων απάντησε ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ με ξένο. Καλύτερα να ετοιμάζονται, καθώς οι μετανάστες στη χώρα διπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία και ξεπερνούν πλέον το ένα εκατομμύριο (περίπου το 2% του πληθυσμού). Στον ανεπτυγμένο κόσμο γενικά, το 8% του πληθυσμού έχει γεννηθεί στο εξωτερικό.
Στην αυγή του Δυτικού Πολιτισμού, ο Πλάτωνας διαχώρισε μεταξύ δύο κατηγοριών τους ξένους: τους μόνιμους, στους οποίους θα επιτρέπονταν η διαμονή στην ιδανική Πολιτεία του για 20 χρόνια, ώστε να κάνουν τις εργασίες, που οι ντόπιοι θα περιφρονούσαν και στους επισκέπτες, στους οποίους συμπεριλάμβανε τους πρεσβευτές, τους τουρίστες, τους εμπόρους και τους φιλοσόφους. Αν προσθέσετε στη δεύτερη κατηγορία και τους καθηγητές πανεπιστημίου, τότε θα δείτε ότι η ταξινόμηση του Πλάτωνα ισχύει και σήμερα.
Η μετανάστευση έγινε πολύ πιο συστηματική με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, όταν τα όρια των κρατών έγιναν σαφή. Στην αρχή, οι μόνοι που είχαν τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν ήταν οι αστοί. Προοδευτικά όμως, με την εισαγωγή του σιδηρόδρομου και την ανακάλυψη του ατμόπλοιου, τα ταξίδια έγιναν προσιτά και στις λαϊκές μάζες. Η ξενιτιά έγινε μέσο απελευθέρωσης - φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής. Στην ξένη χώρα ήσουν «ανεύθυνος» για όσα είχες πράξει στην προηγούμενη ζωή σου. Για τους ηθικούς φιλοσόφους, η κατάσταση της ανευθυνότητας δεν είναι επιθυμητή. Για τους κουρασμένους ταξιδιώτες ήταν όμως ανακουφιστική.
Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι η ξενιτιά πήρε και μία άλλη μορφή. Πολλοί ξένοι σήμερα είναι απένταροι φοιτητές, κατάκοποι μάνατζερ, σύζυγοι που ακολουθούν εκόντες-άκοντες τους/τις συντρόφους τους. Η ξενιτιά πολλές φορές επιβάλλεται από τη φτώχεια, τον πόλεμο, ή τις πολιτικές διώξεις και τότε δεν μπορεί να είναι ευχάριστη.
Παρ’ όλα αυτά, αν δεν συντρέχουν έκτακτοι ή θλιβεροί λόγοι, η ξενιτιά είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα. Ακονίζει το μυαλό, χωρίς να το κουράζει και απαλλάσσει τον ξένο από τη βαρετή ρουτίνα της ζωής στην πατρίδα του.
Το περίεργο όμως είναι ότι ακόμη και αν κάποιος ξενιτευτεί επειδή πραγματικά το θέλει, στο τέλος καταλήγει να μετατραπεί σε πραγματικό εξόριστο, κάτι που βεβαίως δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Η πατρίδα που αφήνουμε πίσω μας αλλάζει και όταν επιστρέφουμε δεν είναι πια η ίδια. Οι παλιοί φίλοι αλλάζουν κι αυτοί, πεθαίνουν ή ξεχνιούνται. Ακόμη και όταν επιστρέφει ο ξενιτεμένος, δεν βρίσκει την πατρίδα που είχε στις αναμνήσεις του. Νιώθει ότι έχασε κάτι, κάτι που δεν θα ξαναβρεί ποτέ.
Δεν μπορούμε όμως να τα έχουμε όλα. Η ζωή είναι γεμάτη επιλογές, που η μία αποκλείει την άλλη. Στο δίλημμα της ξενιτιάς έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ της ελευθερίας και της θαλπωρής του συνανήκειν. Αυτός που μένει στην πατρίδα του, επιλέγει το δεύτερο. Ο ξενιτεμένος επιλέγει την ελευθερία και τον πόνο που αυτή συνεπάγεται.

Πηγή: εφημερίδα Καθημερινή, 10-01-2010

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΕΝΟΤΗΤΑ 2η

Γιώργος Αγγελόπουλος

Οι χαμένες γλώσσες



Κάθε φορά που μια γλώσσα περιπίπτει σε αχρηστία, πεθαίνουν παραδόσεις, γνώσεις, έργα τέχνης. Τα τελευταία χρόνια η προσοχή των γλωσσολόγων έχει στραφεί στη διάσωση γλωσσικών ιδιωμάτων που κινδυνεύουν και η κοινή γνώμη έμαθε ιστορίες ανθρώπων που δεν έχουν πια συνομιλητές, που έχουν απομείνει οι μοναδικοί γνώστες γλωσσών οι οποίες θα πεθάνουν μαζί τους. Πέρα όμως από την καταγγελία των κινδύνων μιας γλωσσικής παγκοσμιοποίησης, οι γλωσσολόγοι προσπαθούν τώρα να δράσουν πρακτικά, για να διαφυλάξουν το λεξιλόγιο και τη μορφολογία των ιδιωμάτων που τείνουν να εξαφανιστούν. Ο Άντονι Άρισταρ είναι ένας από τους γλωσσολόγους αυτούς.

Ο Άρισταρ είναι καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Ανατολικού Μίσιγκαν και την ερχόμενη εβδομάδα θα συμμετάσχει στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα σε μια συνάντηση των κορυφαίων ειδικών του τομέα, κατά την οποία θα παρουσιαστεί ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της εξαφάνισης των γλωσσών. Ο Άρισταρ είναι από τους πρωτεργάτες του. Πρόκειται για έναν ενημερωτικό ιστότοπο για τις γλώσσες που κινδυνεύουν (www. linguistlist. org), ο οποίος δημιουργήθηκε με τη χρηματοδότηση του αμερικανικού Εθνικού Επιστημονικού Ιδρύματος και περιλαμβάνει δεδομένα, καταλόγους και τις τελευταίες έρευνες για το θέμα. «Μια γλώσσα δεν είναι φτιαγμένη μόνο από λέξεις και γραμματική», εξηγεί ο Άρισταρ στην ιταλική «Ρεπούμπλικα», «είναι ένα δίκτυο από ιστορίες που συνδέουν όλα τα πρόσωπα που κάποτε χρησιμοποιούσαν αυτή τη γλώσσα, έχει μέσα του όλα τα πράγματα που τα πρόσωπα αυτά έκαναν μαζί και όλες τις γνώσεις που η γλωσσική κοινότητα άφηνε στους απογόνους της. Ο θάνατος μιας γλώσσας είναι όπως ο θάνατος ενός είδους, μαζί της χάνεται ένας κρίκος της αλυσίδας και όλα όσα το τμήμα αυτό σήμαινε για το όλο».

Σκεπτόμαστε με λέξεις, έτσι αν, για παράδειγμα, χάσουμε το 50% των γλωσσών της ανθρωπότητας, θα χάσουμε το ίδιο ποσοστό γνωστικών ικανοτήτων. Για να αποφευχθεί μια τέτοια τραγωδία, η τράπεζα δεδομένων των χαμένων γλωσσών θα χρησιμεύει επίσης για να επικεντρώνονται οι οικονομικοί πόροι στις γλώσσες που κινδυνεύουν περισσότερο. «Όσο μια γλώσσα είναι ακόμη ζωντανή», παρατηρεί ο Άρισταρ, «υπάρχει πάντα ελπίδα να μεταδοθεί κάτι στους επόμενους. Αν δεν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα έρθει μια ώρα που οι μόνοι πολιτισμοί που θα έχουν απομείνει θα είναι αυτοί που εκφράζονται από τις “μεγάλες” γλώσσες: αγγλικά, ισπανικά, κινέζικα και αραβικά».

Το πρόβλημα της εξαφάνισης γλωσσών δεν είναι καινούργιο. Υπολογίζεται ότι τα τελευταία 500 χρόνια έχουν χαθεί οι μισές από τις γλώσσες του κόσμου. Οι γλωσσολόγοι προβλέπουν πως μέσα στα επόμενα 100 χρόνια θα πάψει να υπάρχει περίπου το 90% των 7.000 γλωσσικών ιδιωμάτων που ομιλούνται στον κόσμο- μαζί τους και μεγάλο μέρος της σοφίας της ανθρωπότητας που είναι κωδικοποιημένη στις γλώσσες.